- Ἰφικράτη
- Ἰφικράτηςmasc nom/voc/acc dual (doric aeolic)Ἰφικράτηςmasc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελταστής — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα οι πολεμιστές εκείνοι που έφεραν ασπίδα και ελαφρύ οπλισμό, και αποτελούσαν ένα αυτοτελές στρατιωτικό σώμα. Στις μάχες τους τοποθετούσαν πίσω από τους άλλους στρατιώτες και τους χρησιμοποιούσαν κυρίως για τις… … Dictionary of Greek
τιμόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής και μουσικός από τη Μίλητο (447 357 π.Χ.). Λέγεται πως εισήγαγε τεχνικούς νεωτερισμούς στη μουσική, αυξάνοντας τον αριθμό των χορδών στη λύρα. Απόσπασμα μιας μονωδίας του Τ. με τον τίτλο Πέρσαι βρέθηκε το… … Dictionary of Greek
Αναξίβιος — (; – 338 π.Χ.). Σπαρτιάτης ναύαρχος (401 400 π.Χ.). Βρισκόταν με τον στόλο του στο Βυζάντιο, όταν έφτασαν εκεί οι μύριοι Έλληνες με τον Ξενοφώντα και τον Χειρίσοφο. Υποσχέθηκε να τους οδηγήσει στην πατρίδα τους, όμως o πραγματικός του σκοπός ήταν … Dictionary of Greek
Θύρρειο ή Θύριο ή Θούριο — Αρχαία πόλη της Ακαρνανίας στον Αμβρακικό κόλπο. Βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα και είχε δύο λιμάνια, ένα από τα οποία ονομαζόταν Εχίνος. Το Θ. αρχικά ανήκε στους Κορίνθιους αποίκους, που είχαν εγκατασταθεί στις ακτές του Ιονίου… … Dictionary of Greek
κνημίδα — Μεταλλική περικνημίδα, που φορούσαν οι αρχαίοι πολεμιστές και οι οπλίτες για να προφυλάσσουν τις κνήμες από τον αστράγαλο έως το γόνατο. Η αρχαιότερη κ. βρέθηκε στον μυκηναϊκό τάφο της Έγκωμης στην Κύπρο, και σήμερα φιλοξενείται στο Βρετανικό… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Κότυς — (; – 360 π.Χ.). Βασιλιάς της Θράκης (383 360 π.Χ.). Ήταν γιος του Σεύθη. Αρχικά υπήρξε σύμμαχος και φίλος των Αθηναίων, ενισχύοντας την ιδιότητα αυτή μέσω του γάμου της κόρης του με τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη. Ο τελευταίος, μάλιστα, υποστήριξε … Dictionary of Greek
Οδρύσες — Ισχυρός λαός της Θράκης που κατοικούσε στον πάνω Έβρο και κοντά στους ποταμούς Τόνζο και Εργινία. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Θουκυδίδη, τη χώρα τους διέσχιζε ο παραπόταμος του Έβρου Αρτισκός. Ήταν λαός πολεμικός και ως κύρια ασχολία του είχε την… … Dictionary of Greek
Πηλούσιον — Πόλη της Αιγύπτου κοντά στην παλαιά εκβολή του Νείλου, που γι’ αυτό ο ανατολικός βραχίονάς του ονομάζεται Πηλουσιακός. Η θέση της ήταν τέτοια ώστε έγινε αιτία πολλών στρατιωτικών συγκρούσεων. Το 2000 π.Χ. την κατέλαβαν οι Υξώς, που την οχύρωσαν… … Dictionary of Greek
Χάρης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός από τον δήμο της Αιξωνής (περ. 400 – περ. 324 π.Χ.). Διακρίθηκε στην αποστολή του για βοήθεια από τους Αθηναίους προς τους συμμάχους τους Φλιασίους (367), οι οποίοι πιέζονταν από τους Σικυώνιους και … Dictionary of Greek